- Ἰνδογενής
- Ἰνδογενής, ές,A born in India, Man.1.297.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ινδογενής — ἰνδογενής, ές (Α) αυτός που έχει γεννηθεί στην Ινδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰνδός + γενής (< γένος), πρβλ. ιθα γενής, ομο γενής] … Dictionary of Greek
Ἰνδογενής — born in India masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰνδογενοῦς — Ἰνδογενής born in India masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαυρίκιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε μαζί με εβδομήντα στρατιώτες επί Μαξιμιανού στην Απαμεία. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Δεκεμβρίου. 2. Ένας από 45 μάρτυρες που μαρτύρησαν στη Νικόπολη της Αρμενίας επί Λικινίου (307 323). Η … Dictionary of Greek